- διατακτική
- ηέγγραφο με το οποίο επιτρέπεται στον παραλήπτη να εισπράξει, να παραλάβει ή να αποθηκεύσει κάτι: Ο καταστηματάρχης υπέγραψε διατακτική στον πελάτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.